ισόπαλος

ισόπαλος
-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσόπαλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόπαλος, -η — ο επίρρ. α 1. ισοδύναμος: Ισόπαλοι αθλητές. 2. εκείνος που δε νίκησε τον αντίπαλό του αλλά ούτε και νικήθηκε: Οι ομάδες σ αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν ισόπαλες. – Ισόπαλο αποτέλεσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοπάλως — ἰσόπαλος adverbial ἰσόπαλος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόπαλον — ἰσόπαλος masc/fem acc sg ἰσόπαλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλοις — ἰσόπαλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλους — ἰσόπαλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλῳ — ἰσόπαλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόπαλοι — ἰσόπαλος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπαλώ — ἰσοπαλῶ, έω (Μ) [ισόπαλος] είμαι ισόπαλος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”